αγγειολογία

αγγειολογία
η
1. κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τα αγγεία τέχνης.
2. κλάδος της ανατομίας που εξετάζει τα αγγεία του ανθρώπινου σώματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀγγειολογία — ἀγγειολογίᾱ , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem nom/voc/acc dual ἀγγειολογίᾱ , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγειολογία — Κλάδος της ανατομίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των αρτηριών, των φλεβών και των λεμφαγγείων. * * * η (Α ἀγγειολογία) 1. περιγραφή τών αγγείων τού σώματος (βλ. ανατομική) 2. κλάδος τής αρχαιολογίας που ασχολείται ειδικά με τη μελέτη τών… …   Dictionary of Greek

  • ἀγγειολογίας — ἀγγειολογίᾱς , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem acc pl ἀγγειολογίᾱς , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγειολογίαν — ἀγγειολογίᾱν , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγειολογικός — ή, ό [αγγειολογία] ο σχετικός με την αγγειολογία* …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”